- κἀνακρέοντος
- Ἀνακρέοντος , Ἀνακρέωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκόλιον — τὸ, Α [σκολιός] είδος άσματος που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας και σε άτακτη σειρά διαδοχής σε συμπόσια, ενώ εκείνος που κάθε φορά τραγουδούσε κρατούσε κλάδο μυρσίνης τον οποίο είχε πάρει από τον προηγούμενο αοιδό («ᾆσον δή μοι σκολιόν τι λαβὼν… … Dictionary of Greek